Μεταπήδηση στο περιεχόμενο


Φωτογραφία

Βραδινές Σκέψεις


  • Παρακαλούμε συνδεθείτε για να απαντήσετε
Δεν υπάρχουν απαντήσεις σε αυτό το θέμα

#1 Hurric4ne VII

Hurric4ne VII

    Πλατινένιος Ήρωας

  • Team Hero Zero
  • 1.553 μηνύματα
  • ΤοποθεσίαΩχ με ψάχνουν πάλι
  • Ομάδα:#TeamLucifer
  • Κόσμος:GR19






Φήμη: 4.441

Δημοσιεύτηκε 21 Απρίλιος 2020 - 17:18:22

Άλλο ένα κείμενο στη συλλογή ιστοριών των οποίων τα συναισθήματα (ή την κατάσταση που τη διέπουν) δεν έχω βιώσει. Καλή ανάγνωση.

 

Ο Ανδρέας έκλεισε το λάπτοπ του. Πήγε για ύπνο, σκεπάστηκε και συλλογίστηκε "τι είδους άνδρας θέλω να γίνω;" Τι είδους άντρας ήθελε να γίνει άραγε;

 

Κάποιοι είναι εκεί να σώσουν το θύμα από τον θύτη. Αλλά ποιος είναι εκεί για να σώσει τον θύτη από τον εαυτό του;

 

Θυμήθηκε τον πατέρα του. Του έλεγε τόσα πολλά πράγματα, μα συνάμα λίγα. Για παράδειγμα, δεν του έδειξε ιδιαίτερη στοργή, δεν του έδινε συμβουλές. Αλλα πάντα ήταν εκεί να τον προστάξει να τον βοηθήσει να φτιάξει τον κινητήρα του αμαξιού, ή να τον κρίνει όποτε μάλωνε με τον Χρήστο.

 

Ο Χρήστος, ήταν ένα παιδί που είχε βάλει στο μάτι τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας ήταν συνεπής, με τρόπους και καλός στο ποδόσφαιρο, ενώ ο Χρήστος σε τίποτα από αυτά. Γι'αυτό και μία μέρα, όταν ο Ανδρέας αρνήθηκε να τον κάνει αρχηγό της ομάδας του στην γυμναστική, ο Χρήστος τον έβαλε κάτω και τον χτύπησε με μανία, μέχρι που του ξεριζώθηκε ένα ήδη ετοιμόρροπο δόντι.

 

Όταν το ανέφερε στον πατέρα του μέσα στα κλάματα, αυτός του αποκρίθηκε.

 

- Αυτή είναι η αντίδραση σου; Μα τι είδους άνδρας θέλεις να γίνεις;

Ο Ανδρέας δεν ήξερε τι να πει.

 

- Σαν εσένα, πατέρα.

- Τότε σταμάτα να κλαψουρίζεις σαν κοριτσάκι. Οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντος αντί οδόντος. Έτσι εξηγούνται οι αληθινοί άνδρες.

Υπάρχουν και ψεύτικοι; Σκέφτηκε. 

 

Οργή, οργή, οργή. Όταν δεν ξέρεις πως να εκφράσεις τη θλίψη, την απόγνωση και τον φόβο σου, υπάρχει μία απλή λύση.

Χτύπα. Είσαι πιο δυνατός. Σωματικά, ψυχικά, το ίδιο κάνει. Απέδειξέ το, και δε θα μισήσεις τον εαυτό σου και θα μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια.

 

Αναρωτήθηκε ο Ανδρέας, αν τελικά στον Χρήστο του άρεζε αυτό που έκανε. Πέρασε καλά όταν τον έδειρε; Ένιωσε ψυχική ικανοποίηση; Θυμό; Αηδία;

 

Σκέφτηκε, πως όταν μαθητές και καθηγητές έβλεπαν τον Χρήστο να τον τραμπουκίζει, δεν έκαναν τίποτα. “Είναι απλά ένα παιδί”, “τα αγόρια θα είναι πάντα αγόρια”. Έπρεπε να φτάσει το αμήν ώστε να κερδίσει την προσοχή τους, και τότε όλοι θυμήθηκαν πως το bullying είναι κακό, μόλις έπρεπε να λάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. 

Ο Χρήστος; Δεν ήταν ευθύνη τους. Μάλλον, γεννήθηκε παλιόπαιδο. Βγάζει νόημα έτσι;

Μα αν γεννήθηκε παλιόπαιδο, γιατί ο Ανδρέας με την εκδίκησή του περίμενε κάτι να αλλάξει προς το θετικό; Άκουσε την συμβουλή του πατέρα του.  Δεν έκλαψε, δεν άφησε τον εαυτό του να νιώσει την απογοήτευση και την απορία του να σε χτυπούν χωρίς λόγο, δεν έδωσε χρόνο να σκεφτεί, υπομονή να το χωνέψει. Μα την ώρα της γυμναστικής, τον έβαλε κάτω και του είπε:

 

- Τώρα θα σε κάνω εγώ αρχηγό.

Άρχισε να τον χτυπάει με δύναμη, μέχρι να σπάει ένα δόντι του, ετοιμόρροπο ή όχι, και ας έκλαιγε ο Χρήστος. Όταν αυτό έγινε, τα παιδιά που απλά έβλεπαν, ζητοκραύγαζαν. Τα αγόρια τον είδαν σαν έναν ήρωα με μπέρτα και τα κορίτσια ως τον πρίγκιπά τους που πολεμάει για την δικαιοσύνη. 

 

Γιατί δε μπορώ να κοιμηθώ; Αφού κλείδωσα ό,τι ένιωθα σε ένα κουτί πίστευα ότι δε θα με στοιχειώσει. Ας πάω να πιω. Και αν τα βάλει κανείς μαζί μου, το κουτί θα γίνει της Πανδώρας.

 

Ο Ανδρέας όντως ένιωσε μία ικανοποίηση στην αρχή. Μπορεί να του τα έψαλλε ο διευθυντής, μα έκανε περήφανους τους συμμαθητές του και τον πατέρα του. Μα μετά από λίγες μέρες, κάθε φορά που έβλεπε τον Χρήστο ήθελε να του ζητήσει συγγνώμη. Ποτέ δεν τον ξαναπήραξε, αλλά κάτι άλλαξε. Τώρα δεν είχε καμία δικαιολογία ο Ανδρέας, γιατί πλέον δεν ήταν το θύμα. Όχι πως του άρεζε να είναι, την σιχάθηκε αυτήν τη λέξη. Μπερδεύτηκε, γιατί στις ιστορίες όταν νικάς τους κακούς της, είτε έρχονται με το μέρος σου είτε εξαφανίζονται από προσώπου γης. Αυτός απλά τον κοιτούσε με φοβισμένο βλέμμα και μία αδιόρατη θλίψη και απογοήτευση. Ήταν κάτι που ο μικρός Ανδρέας δε μπόρεσε να καταλάβει.

 

Πολλές λέξεις και καμία σημασία. Θύτης-θύμα. 

 

Όποιος καταπιέζει, καταπιέζεται.

 

Γύρισε πάλι πλευρό. Δε μπορούσε να ηρεμήσει. Είχε και προπόνηση αύριο. Έβρισε μέσα του.

 

Σε όλο αυτόν τον συνειρμό σκέψεων θυμήθηκε τη μέρα των βαθμών. Ο πατέρας του όλο καμάρι τον συνόδεψε στην τάξη. Η κυρία του είπε τα καλύτερα λόγια, μόνο που, καλύτερα θα ήταν να μην είχε δείρει τον Χρήστο. 

Ο πατέρας του έγινε έξω φρενών. "Ορίστε; Και τι, έπρεπε το παιδί να ήταν αβοήθητο; Για κορόιδα μας περάσατε;" Η κυρία του αποκρίθηκε πως, άλλο η άμυνα και άλλο η εκδικητικότητα. Τα παράπονα του πατέρα έγιναν πιο αυστηρά, πιο ενοχλητικά "το παιδί έπρεπε να μάθει!". Βούηζαν στο αυτί του Ανδρέα και δεν έδωσε σημασία. Περπάτησε λίγο και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα της τάξης με σταυρωμένα πόδια. Κοίταξε τα αθλητικά άσπρα παπουτσάκια του και προσπάθησε να δει που οδηγούν τα κορδόνια του του δεξιού ποδιού του, μελέτησε και τους λεκέδες που είχε στη μύτη και στο πλάι. Ώσπου που άκουσε μία γυναικεία φωνή να σκούζει: "Δε ντρέπεσαι;!"

 

Ο Ανδρέας αμέσως κοίταξε στην απέναντι τάξη. Ήταν η μητέρα του Χρήστου που μάλωνε τον Χρήστο για τους βαθμούς του, μόλις είχε φύγει ο δάσκαλός του. Ο Χρήστος κοίταζε κάτω στο πάτωμα, ηττημένος. Η μητέρα του, ψηλή γυναίκα με καστανοκόκκινα μαλλιά δεμένα κοτσίδα και λαδί φούστα μέχρι το γόνατο, του ανέβασε το πηγούνι και του ψιθύριζε κάτι με νεύρα, βγάζοντας σπίθες τα μάτια της, λες και ήθελε να ουρλιάξει αλλά δε μπορούσε. Ο Χρήστος είπε ένα αδύναμο "συγγνώμη", το οποίο ο Ανδρέας το διάβασε από τα χείλη του διότι τα παράπονα του πατέρα του δεν τον άφηναν να ακούσει. Η μητέρα του Χρήστου του έδωσε ένα απότομο χαστούκι. 

Ο Ανδρέας μούδιασε από τον κορυφή ως τα νύχια αστραπιαία. Κοιτούσε σαν σοκαρισμένος θεατής τη μητέρα του Χρήστου να τον τραβάει από το χέρι και να βγαίνει με γοργό βήμα από την άδεια τάξη. Ο Χρήστος ήθελε να κλάψει αλλά δε μπορούσε και έτσι απλά κατέβασε το βλέμμα του. Ο Ανδρέας έκανε μία φευγαλέα κίνηση με το χέρι, σα να ήθελε να φτάσει το παιδί και άνοιξε το στόμα σου σα να θέλει να πει κάτι, μα ο Χρήστος μόλις γύρισε και τον είδε του είπε οργισμένος "τι κοιτάς εσύ;". Ο Ανδρέας κοκκίνησε ολόκληρος. Ένιωσε τόσο άσχημα που δε μπορούσε να κάνει κάτι.

 

Είχε γίνει “άνδρας” ο Ανδρέας εκείνη την ημέρα που έδειρε τον Χρήστο; Μάλλον. Άνθρωπος όμως;

 

Είδε τη μητέρα του Χρήστου και αυτόν να χάνονται στον απέραντο διάδρομο. Ήταν σα να περπατούσαν σε ένα ομιχλώδες μονοπάτι στο δάσος, μέχρι που οι μορφές τους έγιναν ακαθόριστες φιγούρες ενός παρελθόντος που θα'θελε κάποιος να ξεχάσει. Η μεγάλη φιγούρα της μητέρας φάνταζε σαν τέρας στο μυαλό του Ανδρέα και ο Χρήστος ως ο αιχμάλωτός της, ανάπηρος, ανίκανος μπροστά της. Χάθηκαν.

 

Πολλές λέξεις, αγόρι, αληθινός άνδρας. Πάλι κενοί τίτλοι. 

 

Τη μισούσε αυτή τη γυναίκα με τη λαδί φούστα ο Ανδρέας. Του θύμιζε τον άνδρα που θα μπορούσε να είναι μα ποτέ δεν έγινε, ή τουλάχιστον, του φάνταζε αδύνατο να γίνει. Έκανε περήφανο τον πατέρα του μα όχι τον εαυτό του.

Του θύμισε ότι κάποτε ήταν παιδί, μα τώρα που ήταν νεαρός ενήλικας, δεν είχε καμία δικαιολογία. Αν δεν έχεις αλλάξει, κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα. Χρωστάμε μόνο στα παιδιά. Μόνο αυτά έχουν τη δύναμη να αγαπηθούν και να αγαπήσουν αληθινά, να  καταστραφούν και έπειτα να καταστρέψουν.

Μα τώρα ήταν πολύ αργά. Το μόνο που έμεινε ήταν μία κενή γροθιά και ένα σφίξιμο στον λαιμό που ποτέ δε θα έφευγε. Αλήθεια μάλλον δε θα μπορούσε να κοιμηθεί αυτό το βράδυ.

 

Μην κλαις, κάνει κακό. Μην φέρεσαι σαν “κορίτσι”, είσαι άντρας εσύ. Μη νιώθεις. Μη λες τα μυστικά σου, τους φόβους σου. Μόνο χτύπα, μέχρι να νιώσεις την οργή στα κόκαλά σου που όλοι όσοι έπρεπε να σε αγαπήσουν σε πρόδωσαν. Χτύπα μέχρι να νιώσεις κάτι. Χτύπα, γιατί εφόσον ποτέ δεν σε άφησαν να γίνεις παιδί, ας γίνεις τέρας.


  • Αυτό αρέσει στον/η ioantheod, goof123, arxontas123 και σε 8 άλλους




0 χρήστες διαβάζουν αυτό το θέμα

0 μέλη, 0 επισκέπτες, 0 ανώνυμοι χρήστες